- σταυρωτής
- ο, Ν [σταυρῶ, -ώνω]1. αυτός που σταυρώνει, που προσηλώνει κάποιον σε σταυρό2. μτφ. α) βασανιστής, υπερβολικά ενοχλητικόςβ) (ιδίως στον πληθ.) οι σταυρωτήδεςπαλαιά χλευαστική προσωνυμία για τους χωροφύλακες («τόν έπιασαν οι σταυρωτήδες και τόν κατέβασαν στην πόλη»).
Dictionary of Greek. 2013.